- σκορπίς
- σκορπίς, ίδος, ἡ, a sea-fish, prob.A Scorpaena porcus, Arist.HA 543b5 (cited by Ath.7.320f); cf. σκομβρίς.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκορπίς — ίδος, ἡ, Α θαλάσσιο ψάρι, πιθανόν είδος μικρού σκορπιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπίος + επίθημα ίς, ίδος] … Dictionary of Greek
σκορπίδας — σκορπίς Scorpaena porcus fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκορπίδες — σκορπίς Scorpaena porcus fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκορπίδι — Μικρό νησί στο Ιόνιο πέλαγος. Βρίσκεται στη βόρεια πλευρά του νησιού Σκορπιός. * * * το, Ν [σκορπίς, ίδος] 1. κοινή ονομασία δύο ειδών σκορπιονοειδών ψαριών, τού Scorpaena porcus, δηλαδή τού καθαυτό σκορπιού, και τού Scorpaena notata 2. το… … Dictionary of Greek